- χαλκίον
- και χαλκεῑον, τὸ, Α [χαλκός]1. σκεύος κατασκευασμένο από χαλκό2. κύμβαλο3. κοίλο χάλκινο ηλιακό ρολόι4. είδος χάλκινου νομίσματος («τούτοις τοῑς πονηροῑς χαλκίοις, χθές τε καὶ πρώην κοπεῑσι τῷ κακίστῳ κόμματι», Αριστοφ.)5. χάλκινο εισιτήριο που δινόταν στους κληρωθέντες δικαστές και στο οποίο αναγραφόταν η ονομασία τού δικαστηρίου όπου έπρεπε να συνέλθουν6. πιθ. υποκορ. τ. τού χάλκη7. φρ. «Δωδωναῑον χαλκίον» — περίτεχνο κατασκεύασμα, πιθανώς ομοίωμα δένδρου, το οποίο είχαν δωρήσει οι Κερκυραίοι στο μαντείο τής Δωδώνης (Μέν.).
Dictionary of Greek. 2013.